Μια εικόνα με στοιχειώνει Θεέ μου δύο μέρες τωρα και δεν φεύγει λεπτό από το μυαλό μου.
Στην αρχή κύλησε μέσα μου σαν εικόνα φαντασίας και στην πορεία πήρε σάρκα, γέμισε με αίμα και φωτιά.
Πονάω και που την ανακαλώ,παρότι την εξαγνισα, την λυτρωσα, τώρα είμαι εδώ και σε παρακαλώ να επιτρέψεις να με εγκαταλείψει ότι απέμεινε από αυτήν.
Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν το ψυχοσαββατο, στο μυαλό μ άρχισε να προβάλλεται η εικόνα μιας γυναίκας που δεν ηταν περισσότερο από 40χρ, ειχε πιασμένα τα μαλλιά της και φορουσε μαύρο φόρεμα. Ειμαι σίγουρη πως ηταν εποχής, πιθανολογώ του μεσαίωνα.
Όσο την ανακαλώ πάλι στο νου μου,την βλέπω ζωντανά,σαν να την έχω εδώ μπροστά μ,να ξανα περνά τις πόρτες του νεκροταφείου. Μα Θεε μου είναι βράδυ, τι κάνει μια γυναίκα νύχτα σε νεκροταφείο και γιατί κρατάει ένα κερί αναμμένο.
Το πρόσωπο της ειναι μαρμαρωμενο, ανέκφραστο.Οσο περπατάει αναμέσα από τους τάφους παρατηρώ πως κινείται με τόση ευκολία λες και έχει κάνει την διαδρομή χιλιάδες φορές. Στο τελος καταληγει μπροστά στο μνημα ενός παιδιού. Στέκεται εκεί, αμίλητη, περιμένει... Τι περιμένει? Τοσα ερωτηματικά και καμιά απάντηση.
Σκέφτομαι πως καλή η φαντασία μου,αλλά είναι λίγο κριπι και ας την αφήσω να χαθεί.
Μα δεν χάθηκε, κάθε φορά που χαλαρώνω βρίσκεται εκεί,να κάνει βόλτες ανάμεσα στην μνηματα και να καταλήγει σε αυτό τον παιδικό τάφο. Ξημερώνει ψυχοσαββατο και αυτή εκεί, μπροστά μου,διαρκώς να περνάει την πύλη της κολάσεως της και να φτάνει στο ταφο του παιδιού ξανά και ξανά.
Εκεί αντιλήφθηκα πως έπρεπε να το δω λίγο πιο σοβαρά αλλιώς δεν θα έφευγε. Με στοιχείωνε δεν μπορούσα να δουλέψω, να συγκέντρωθω,άρχισε να με ρουφάει η εικόνα της και να με εγκαταλείπω.
Γιαυτό τον λόγο άναψα ένα κεράκι επάνω στο τραπέζι, βολεύτηκα στην καρέκλα μου και άφησα να μου μιλήσει.
Πλησίασα στον παιδικό τάφο δεν μπορούσα να διαβάσω ξεκάθαρα το όνομα του παιδιού κάτι σαν Τζεσιν αντιλαμβανομουν πως έγραφε. Την ζητησα ΕΥΘΕΟΣ την αλήθεια της. Την ρώτησα πως την λένε μα σχεδόν δεν θυμόταν και αυτή, Σαμπαθ έγραψα στο χαρτί. Σαμπαθ ή Σαμπατ; μου μιλάει για το ψυχοσαββατο αναρωτήθηκα.
Μετα απο αρκετή προσπαθεία και το μπέρδεμα που ένιωθα πως είχαμε από κοινού,μου είπε πως το όνομα της ήταν Ερρικα Σαμπαθ. Άρχισε να μου δείχνει εικόνες και να μου εξιστορεί μέσα από αυτές,όσα την είχαν οδηγήσει εκεί.
Την έβλεπα γονατισμενη σε ενα ξύλινο πάτωμα να κρατάει αγκαλιά ένα αγοράκι,ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων,είχε ξανθά μαλλάκια και ηταν άσπρο σαν το πανί.Ειχε μόλις ξεψυχησει στα χέρια της, μου μιλούσε για πυρετό. Το χέρι μου με οδηγεί να γράψω στο χαρτί με μεγάλα γράμματα ΜΑΥΡΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ . Ψάχνω με την σκέψη μου που να είναι ο άντρας της. Η απάντηση της ήρθε μέσω μιας ακόμα εικόνας.
Τον βλέπω στην άκρη της χώρας, έφυγε με άλογο χωρίς όπλο, αλλά πήγαινε προς υπεράσπιση της χώρας του. Δεν επέστρεψε όμως ποτέ, όχι δεν βρέθηκε νεκρός, δεν υπάρχει τάφος δικός του, υποψιάζεται πως απλά πέρασε στην δίπλα χώρα ώστε να ζήσει μια άλλη ζωή,μιας και το παιδί ήταν βεβαιώ πως θα πεθάνει. Δεν τον κρατούσε τίποτα εκεί. Την ρωτάω με αφέλεια γιατί παντρεύτηκε κάποιον που δεν την αγάπησε και το στυλό κινείται για άλλη μια φορά πάνω στο χαρτί, ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΕΠΙΤΑΓΉ.
Τρομακτικό για μένα να παντρεύεσαι επειδή επιβάλλεται. Το αμέσως επόμενο ερώτημα που γεννήθηκε στο μυαλό μου ήταν γιατί ακόμα είναι εδώ μπροστά στον τάφο του παιδιού της. Έπρεπε να φύγει, να βρεθεί στο "Φως". Αντιλαμβάνομαι πως νιώθει και πάλι μπερδεμένη, η μνήμη της δεν την βοηθά, έχει χάσει κομμάτια του εαυτού της, "Θυμισου που έχεις θαφτεί". Μου δείχνει έναν τάφο έξω από το σπίτι της.
Η εικόνα πλέον είναι ξεκάθαρη, μάνα και παιδί έχουν θαφτεί σε άλλο τάφο. "Έχεις πεθάνει" της αναφέρω με απαλή φωνή "ΟΧΙ" μου απαντάει αγριεμένα,εκφράζοντας επιτέλους για πρώτη φορά συναίσθημα." Δείξε μου πως πέθανες "της ζητάω και εκείνη μου δίνει στο χαρτί λέξεις, ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ, ΆΡΝΗΣΗ ΤΡΟΦΗΣ.
Δεν χρειάστηκα άλλη πληροφορία έπρεπε να απελευθερώθει από τον εφιάλτη της.
" Ηρθε η ώρα Ερρικα να συναντήσεις τον γιο σου"της δηλωνω και επικαλούμαι τον ΨΥΧΟΠΟΜΠΟ
"Μεγάλο πνεύμα και ψυχοπομπε.... ήρθε η ώρα....
Ερρικα Σαμπατ... εδω και τωρα... "
Μπροστά στην πόρτα του νεκροταφείου μόλις είχε ανοίξει μια πύλη, μια φωτεινή οντότητα χωρίς χαρακτηριστικά κρατούσε στα χέρια της τον γιο της Ερρικας. "Μαμά" αναφώνησε ο Τζεσιν και εκείνη με τρομερή αναστάτωση που όμοια της δεν έχω ξανά νιώσει, έτρεξε προς τον γιο της, τον πήρε αγκαλιά και η πύλη την ρούφηξε, η νύχτα αυτόματα έφυγε σαν να ξημέρωσε και πριν κλείσει η πύλη ρούφηξε και το νεκροταφειο.
Το μόνο που έμεινε πίσω ήταν τα συναισθήματά που μοιράστηκε μαζί μου, πόνος απόγνωση, ανακούφιση, κλάμα, οργή. Ανακατα στα αναφέρω Θεέ μου....
Και ΝΑΙ αναγνωρίζω πως έχει τίμημα η κάθε παρέμβαση μου,αλλά σε παρακαλώ για άλλη μια φορά να επιτρέψεις να με εγκαταλείψει ότι απέμεινε από αυτήν.
(Το κείμενο είναι κατοχυρωμένο ώστε να διασφαλιστουν τα πνευματικά δικαιώματα μου.
Γιαυτό τον λόγο απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου χωρίς την προηγούμενη έγγραφη άδεια μου.
Ιζαμπέλα Παπαδακη )